Για φόρους και εισφορές
Από μνημόνια μπορεί να χορτάσαμε αλλά προκοπή ακόμη να δούμε και νάμαστε πάλι προεκλογικά να ακούμε τις εξαγγελίες από την ΔΕΘ .
Οι πρωθυπουργικές υποσχέσεις αφορούν λίγα ή πολύ λίγα στους πολλούς που πληρώνουν τα λιγότερα κι ελάχιστα ή και τίποτα στους λίγους που πληρώνουν τα πολλά και οι υποσχέσεις του αρχηγού της ΝΔ αφορούν και τα μεσαία ή ακόμη και τα υψηλά εισοδήματα που αν και «έχοντες» έχουν σηκώσει το φορτίο των φόρων καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, άρα είναι φανερές οι διαφορές στην οικονομική πολιτική, που σκοπεύουν να ακολουθήσουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση την επομένη των εκλογών.
Μπορεί και οι δυο να άνοιξαν τα ίδια πράγματα, δηλαδή, μείωση ΕΝΦΙΑ, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση υποκατώτατου μισθού, μείωση ΦΠΑ, παρόλα αυτά όμως, υπήρχαν αισθητές διαφορές τόσο ως προς την κοστολόγηση των μέτρων όσο και σχετικά με τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνονται πλέον οι δύο πολιτικές δυνάμεις.
Η πρώτη διαπίστωση έχει να κάνει με την κοστολόγηση των μέτρων, καθώς οι ρόλοι αντιστράφηκαν σε σχέση με το 2014, όταν ο σημερινός πρωθυπουργός υποσχόταν τα πάντα χωρίς να αιτιολογήσει που θα βρει τα λεφτά να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του, αλλά φέτος ο κ. Τσίπρας υποχρεώθηκε να κινηθεί μέσα στα πλαίσια του μεσοπρόθεσμου.
Από την άλλη ο Κ. Μητσοτάκης ανέβασε τον λογαριασμό, χωρίς να δώσει πολλές λεπτομέρειες ούτε για το συνολικό κόστος ούτε για το πώς θα τα δικαιολογούσε στους δανειστές αν ήταν η δική του κυβέρνηση που θα έπρεπε να κάνει τις επαφές με τους δανειστές, θέτοντας εντούτοις πολλές φορές το θέμα της εκ νέου διαπραγμάτευσης για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, κάτι που δεν άγγιξε ο πρωθυπουργός δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε φάση διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό του 2019.
Η σημερινή κυβέρνηση, με τα μέτρα που εξήγγειλε κατέστησε σαφές ότι έχει διαφορετική στόχευση σε σχέση με την ΝΔ, καθώς τα μέτρα αφορούν κυρίως τα πολύ χαμηλά εισοδήματα και όσους έχουν μικρή ιδιοκτησία, οπότε στον ΕΝΦΙΑ διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων, προκειμένου να ενισχύσει όσους έχουν περιουσίες έως 60.000 ή 100.000 ευρώ και στον φόρο εισοδήματος αρκείται στο να μην προχωρήσει η περικοπή του αφορολογήτου κάτι που θα προκαλούσε κατακόρυφη αύξηση του φόρου κυρίως για τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλο συνταξιούχος.
Ο Κ. Μητσοτάκης από την άλλη, φτάνει και στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, προτείνοντας φορολογία με συντελεστή 9% αντί για 22% που είναι σήμερα το τμήμα του εισοδήματος έως τις 10.000 ευρώ.
Για τις ασφαλιστικές εισφορές, η ΝΔ κινείται πιο επιθετικά, μειώνοντας συντελεστές για όλους, από το 20% στο 15% και όχι μόνο για τους επιτηδευματίες όπως προτείνει η κυβέρνηση, η πρόταση της οποίας περιορίζει το δημοσιονομικό κόστος στα 220-230.000.000 ευρώ ενώ η πρόταση της Ν.Δ θέλει μερικά δις ευρώ για να ενεργοποιηθεί. Επιθετικότερη είναι η ΝΔ και στις επιχειρήσεις, θέλοντας μείωση και στον φόρο των μερισμάτων και στον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, κατεβάζοντας τον τον πραγματικό συντελεστή στο 24% από περίπου 40% που είναι σήμερα, με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για σταδιακή αποκλιμάκωση μόνο του φόρου νομικών προσώπων από το 29% στο 25% και αυτό σε βάθος τετραετίας.
Στον υποκατώτατο και κατώτατο μισθό, τα δύο κόμματα φαίνεται να συμφωνούν από την μία στην κατάργηση και από την άλλη στην αύξηση, αλλά δεν συμφωνούν στις δαπάνες του δημοσίου και στην επιδοματική πολιτική, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ των άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων, ενώ η ΝΔ φαίνεται να προτιμά την μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Στον ΦΠΑ , η ΝΔ επικεντρώνεται στην οικοδομή και στην εστίαση, με μείωση από το 24% στο 13%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει μείωση των γενικών συντελεστών από το 24% στο 22% και από το 13% στο 12%.
Με λίγα λόγια, ο ένας ασκεί πολιτική από την φορολόγηση της μεσαίας τάξης, που τείνει να φτωχοποιηθεί εντελώς, άρα αυτές οι εισπράξεις δεν θα υπάρχουν σύντομα, επομένως δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να ασκεί την ίδια πολιτική και ο άλλος θέλει να αυξήσει τα εισοδήματα της χώρας, προκειμένου οι πολίτες να μην φτωχοποιούνται, αλλά να εργάζονται, οπότε και το κράτος να έχει έσοδα και ο πολίτης να έχει και να πληρώνει φόρους, αλλά και να να καταφέρνει να ζει.
Την ίδια ‘ώρα, οι εκτός κυβέρνησης μας επαναλαμβάνουν, πως δεν πρόκειται να σημειωθεί στην Ελλάδα “επενδυτική και αναπτυξιακή έκρηξη”, τουλάχιστον όχι σύντομα, για τους πολλούς και γνωστούς λόγους, από το φορολογικό καθεστώς και την αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, μέχρι τις καθυστερήσεις στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και το κτηματολόγιο, καθώς και τόσα άλλα, που μπαίνουν εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, βασικά πράγματα, για τα οποία η χώρα μας υποτίθεται ότι αγωνίστηκε κατά την διάρκεια των 8 μνημονιακών χρόνων, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει, για τον πολύ απλό λόγο της σχέσης μεταξύ κράτους και πολιτών..
Το μεν κράτος δεν σέβεται το χρήμα του φορολογούμενου πολίτη, προσφέροντας του τις ανάλογες ανταποδοτικές υπηρεσίες έναντι των φόρων που του ζητά, επομένως και ο πολίτης φοροδιαφεύγει διαρκώς.
Δηλαδή, αν ο πολίτης είχε διαθέσιμο εισόδημα και δεν του το άρπαζε το κράτος και καλύτερα θα ζούσε ο ίδιος και θα πλήρωνε και φόρους, ενώ αυτό που έχουμε καταφέρει, είναι το κράτος να χαρακτηρίζει τους πολίτες ψεύτες και κλέφτες το ίδιο και οι πολίτες το κράτος, γι΄αυτό και φοροδιαφεύγουν..
Follow us: