(Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Ω, 24621-24676)
-Έχω ασήμια περισσά, στ’ άρμα μου φορτωμένα,
λίθους και τιμαλφή χρυσά, κειμήλια φυλαγμένα.
Με ‘’ Έκτορος λύτρα’’ σου ζητώ, το άταφο κορμί του,
το μέτωπό του ν’ ασπαστώ, την όψη τη χλωμή του…
Στον πόνο ζούνε οι θνητοί κι οι λύπες, μοιρασμένες
κι όσοι δεν στέκουν δυνατοί, μοιάζουν σκιές σβησμένες…
Ποιος είναι ο κατακτητής, ποιος ο κατακτημένος,
στη σύρραξη, ποιος μαχητής θα είναι ο χαμένος;
Το παρελθόν το ζήσαμε, το μέλλον ποιος το ξέρει;
στη θλίψη που κερδίσαμε, ας γίνουμε εταίροι…
Σκέψου το γέρο σου γονιό, την άγια σου μητέρα,
πως θα θρηνούσαν ένα νιο, στην αποφράδα μέρα…
Το θάνατο να σεβαστείς, Πηλείδη Αχιλλέα
κι ότι σου δίνω, να δεχτείς, πριν πέσει η αυλαία.
Κάθε ψυχή για να σωθεί, θέλει προσκυνητάρι,
θέλει στο χώμα να ταφεί, με ξίφος, με θηκάρι…
…..
-Το σώμα του ραντίστε το, με βάλσαμο και μύρο,
μ’ άσπρο σεντόνι ντύστε το κι άνθη να μπουν τριγύρω…
Με λόγους, μ’ ύμνους και τιμές και μ’ ηρωολατρεία,
υμνείστε τούτες τις στιγμές στην παιδεμένη Τροία…
Να ‘ναι η ύστατη πομπή, θρίαμβος της ειρήνης,
μια πολυπόθητη καμπή, ευδίας και γαλήνης…
-‘’ Έκτορ, ω, το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου,’’
την αντρειά σου η μαύρη Γη, πως θα την ‘νε κρατήσει;
Καίει το πάθος ζωντανό, στην πένθιμη καρδιά μου
κι ότι μεγάλο και τρανό, βαθιά μ’ έχει ραγίσει…
Είκοσι γιοι στο χαλασμό, κόπηκαν σαν τ’ αστάχυ,
πιστοί, στου μάντη το χρησμό, σέβας, η Τροία να ‘χει!
Αχ, Ανδρομάχη ξακουστή, πως τα ‘φερε η μοίρα,
να ‘χεις στο πλήγμα βαπτιστεί, βασίλισσά μου, χήρα…
Ελένη, κόρη τ’ ουρανού, κράτα ψηλά το βλέμμα,
λάμψε στο φως του Αυγερινού, τη σκοτεινιά πολέμα!
Στις θλιβερές τις τελετές, μην βαριαναστενάζεις…
Δες τις αθάνατες θεές: ‘’πόσο φριχτά τους μοιάζεις!’’
Καμιά τους δε σε ξεπερνά, στην καλλονή Ελένη,
Συ ‘σαι ο ήλιος που ξυπνά, τη Γη, την οικουμένη!
…..
Στην τύψη και στην ενοχή, στο αίμα! τι θα μείνει;
Ρηγάδες, πλούσιοι και φτωχοί, κερί που τρεμοσβήνει!
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ
Follow us: