Επίμονος χρόνος.
Φεύγουν τα νιάτα και σκορπάνε
στην ξέρα και στη λησμονιά
κι αυτοί, τον πόνο τους μετράνε,
δεμένοι στο άρμα του φονιά…
Λαύρα που στέγνωσε τα χείλη,
δίψα που στοίχειωσε το στόμα,
κει που ξυπνούν ξανά οι θρύλοι,
στου παιδεμού το άγιο χώμα…
Ηλιοκαμένοι και λιτοί
μ’ αίμα συγγράφουν ιστορία,
σαν να ‘ναι άλλοι κι όχι αυτοί,
που ζουν στης γης την εξορία.
(Στον πόνο και στην αμαρτία
θα σμίξουν φίλοι κι αδερφοί
κι αυτοί θα πάρουν τα πρωτεία,
χρησμολογούνε οι σοφοί.)
…
Φλόγα η πίστη σου, μη σβήσει
στην αστραπή και στον αγέρα,
μια επωδός να κυματίσει
απ’ του καημού σου τη φλογέρα.
Του μέλλοντος τους σκαπανείς
δεν τους λυγάνε οι αλυσίδες.
Ζουν και πεθαίνουν αφανείς,
να χτίσουν λεύτερες πατρίδες,…
Γιώργος Δ. Μπίμης.