Σήμερα θα ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό πέρα από τον κορονοϊό, διότι έχω μάθει στη ζωή μου να πειθαρχώ, να ακούω τους επιστήμονες και να σέβομαι τους γύρω μου. Θα ασχοληθώ με κάτι που θεωρώ αυτονόητο και μπαίνω στο θέμα.
Φτάσαμε σχεδόν στο τέλος του Οκτωβρίου, ο καιρός γλυκός φθινοπωρινός που παρά την καλοκαιρία του σου φέρνει θλίψη για την αποχώρηση του καλοκαιριού. Μια μέρα ηλιόλουστη έκανα τη βόλτα μου στον κήπο του σπιτιού μου και με έκπληξη είδα ότι η άσπρη πασχαλιά που ανθίζει τον Απρίλη, έχει ανθίσει μέσα στην καρδιά του Φθινοπώρου. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό και έκοψα μερικά κλωνάρια και στόλισα τα βάζα μου.
Πραγματικά ήταν πολύ όμορφη νότα στο χειμωνιάτικο διάκοσμο του σπιτιού. Αλλά από την άλλη μου φάνηκε αταίριαστη. Καλύτερα θα μου άρεσαν τα χρυσάνθεμα, διότι είναι της εποχής και ταιριάζουν με την αισθητική μου που ομολογώ είναι δύσκολη. Πάνω σ’ αυτά έκανα όπως πάντα μερικές σκέψεις για το πόσα πράγματα έχουν μπει στη ζωή μας που δεν μας ταιριάζουν και μας έχουν βγάλει από τον πραγματικό σκοπό της ζωής. Έτσι σαν κραυγή αγωνίας, θα σας αναφέρω από αυτά μερικά «πράγματα» που μας πέσανε πολύ βαριά και ας φαίνονται ότι καλυτερέψανε τη ζωή μας. Ας δούμε λοιπόν τι κερδίζουμε και τι χάνουμε.
Το παράδοξο της εποχής μας είναι ότι φτάσαμε στο φεγγάρι αλλά δεν έχουμε χρόνο να δούμε το γείτονα μας.
Έχουμε περισσότερες ανέσεις αλλά λιγότερο χρόνο.
Έχουμε μεγάλα σπίτι αλλά διαλύουμε τις οικογένειες.
Ζούμε στην εποχή των υψηλών κερδών και των ρηχών ανθρώπινων σχέσεων.
Υπάρχουν περισσότερα τρόφιμα αλλά χειρότερη διατροφή.
Πολλαπλασιάσαμε τα υπάρχοντα μας αλλά μειώσαμε τις αξίες μας.
Προσθέσαμε χρόνια στη ζωή μας αλλά όχι ζωή στα χρόνια μας.
Μπήκε η αλαζονεία στη ζωή μας, διότι δεν θέλουμε να καταλάβουμε πόσο όμορφη είναι η απλότητα.
Και έτσι ήρθε ο αόρατος εχθρός να μας κλείσει στον εαυτό μας, να μην δεχόμαστε επισκέψεις και να μην μας δέχονται. Πολύ φοβάμαι ότι θα μας γίνει συνήθεια. Έβγαλα λοιπόν τις πασχαλιές από τα βάζα και τα μου και ένιωσα καλύτερα.
Καλό χειμώνα
με λογική και πειθαρχία θα περάσουν τα δύσκολα!
Γράφει η Ντίνα Σ. Μήτσου