Παρακολουθώντας εδώ και καιρό το δράμα των ανθρώπων που έρχονται νόμιμα ή παράνομα στην χώρα μας και είναι να απορεί κανείς με το θράσος των μεγάλων αυτών που με πόλεμο ξεκληρίζουν και δημιουργούν τους πρόσφυγες ή αυτούς που φεύγουν από τις πατρίδες του για να αποφύγουν τη φτώχεια και την πείνα εξαιτίας αυτών που έχουν περάσει τα όρια μιας πολιτισμένης συμπεριφοράς απέναντι σ’ αυτούς που είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού.
Έτσι λοιπόν αδειάζει και η δική μας χώρα από χιλιάδες παιδιά που πάνε στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή και γεμίζει από μετανάστες και πρόσφυγες… Και καταλαβαίνετε τι θέλω να πω… Συνεχίζω με τους δικούς μας ανθρώπους που πήρανε του μισεμού τη στράτα, έγειραν στην αγκαλιά της μάγισσας ξενιτιάς και κοιμήθηκαν στη σκιά του δέντρου της λήθης, χωρίς να μπορέσουν να ξεχάσουν, διότι ζουν με το βάσανο της μετανάστευσης και περνούν τον καιρό τους με τη νοσταλγία στις ψυχές τους.
Αποκούμπι τους ο πολιτισμός μας. Αυτός τους κρατά και η γλώσσα την οποία πασχίζουν να διατηρήσουν εκεί όπου υπάρχουν ελληνικά σχολεία, αλλά και σε περιοχές δύσκολες όπου αναλαμβάνει κάποιος απλώς εγγράμματος σ’ ένα δωμάτιο ή στο εσωτερικό ενός ναού, να φέρει τα παιδιά της ομογένειας σ’ επαφή με τη λαλιά και τη γραφή της γλώσσας μας. Το υλικό πλούσιο, η αρχαία Ελληνική, οι νεότεροι ποιητές, τα τραγούδια, οι χοροί, η υπερηφάνεια για την ελληνική καταγωγή τους.
Οι Έλληνες του εξωτερικού ζουν με μια λαχτάρα να γυρίσουν στην πατρίδα. Ο Έλληνας για παράδειγμα που ζει στην Αυστραλία ή στην Αμερική είναι με το ένα πόδι στην πατρίδα του και το άλλο στον τόπο κατοικίας του. Περνά πάνω από τον ωκεανό χωρίς να αισθάνεται ότι αποκλειστικά ανήκει κάπου. Περνά μια ζωή πασχίζοντας να ενώσει τους δύο τόπους του και με έντονη την προσμονή της επιστροφής.
Κάπως έτσι νιώθουν και οι κατατρεγμένοι που έρχονται στη χώρα μας, μόνο που η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος. Εύχομαι όλοι ξενιτεμένοι της γης να γυρίσουν στον γενέθλιο τόπο τους.
Αφιερωμένο στον ανιψιό μου, Κώστα Βαραγιάννη, που ζει στην Σουηδία.
Ντίνα Σ. Μήτσου
Follow us: