Σήμερα θα σας πω μια ιστορία που μου την είπε η κυρία Στέλλα Μαντζουράνη συγγραφέας.

Μια φορά ήτανε μια πεθερά που είχε βάλει στο μυαλό της να χωρίσει ο γιος της τη γυναίκα του. Έλα όμως που ο γιός της κακοκέφαλος όπως τον έλεγε και δεν την άκουγε;

-Μα τι σου κάνει βρε μάνα; Για μένα είναι πολύ καλή

-Τα καλάμια στα μάτια της που είναι και ανοικοκύρευτη

«Ε να μην τα παραλέμε μάνα. Και νοικοκυρά είναι και πλένει και συγυρίζει και ότι θέλω το έχω αφού με βοηθάει και στα χωράφια.

-Ναι καλά, μα φαγιά είναι αυτά που σου φτιάχνει;

-Εμένα μου αρέσουνε. Μια χαρά μαγειρεύει η γυναίκα μου.

Ο γιος της δεν άκουγε με τίποτα, οπότε η μάνα του βάζει τα μεγάλα μέσα.

-Ναι καημένε  πετροκέφαλε μα έτσι κι αρρωστήσεις από τη βρώμα που βγάζει το στόμα της, να δω την προκοπή σου.

– Τι λες μωρέ μάνα; Εγώ δεν ένιωσα καμία αποφορά.

– Εσύ κακομοίρη μου δεν ένιωσες, γιατί είσαι μέρα νύχτα μαζί της και συνήθισες. Ρώτα κι εμένα που έρχομαι αραιά και που πως νιώθω την αποφορά της.

Εδώ ο γιός έγινε υπάκουος και άβουλος.

-Λες να ‘χει δίκιο η μάνα; κι αν αρρωστήσω, τι γίνεται τότε;

Αποφάσισε λοιπόν να το συζητήσει με τη γυναίκα του, Η γυναίκα του όμως αντιστάθηκε δυναμικά και του ζήτησε να πάνε στο δικαστή να βγάλει απόφαση.

Πήγανε λοιπόν στο δικαστήριο και ο δικαστής τους είπε να περιμένουν στην αυλή μέχρι να έρθει η σειρά τους. Εκεί σε μια γωνία, είχε φυτρώσει μια δροσερή μαραθιά και η κοπέλα έκοβε κορφούλες και τις μάσαγε για να ξεσπάσει το θυμό της.

Ήρθε λοιπόν και η σειρά τους. Ο δικαστής άκουσε με υπομονή τις κατηγορίες του άνδρα. Είπε βέβαια πως έχει δίκιο αν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά για να είναι σίγουρος και να μην βγάλει πρόχειρη απόφαση φώναξε την κοπέλα.

«Για έλα εδώ κυρά μου και άνοιξε το στόμα σου να αφουγκραστώ κι εγώ την ανασαιμιά σου». Πάει η νύφη, φυσά στα μούτρα του δικαστή και όλη η μοσχοβολιά γέμισε την αίθουσα. «Πάρε τη γυναίκα σου άνθρωπέ μου και πηγαίνετε σπίτι σας. Τι αποφορά μου λες; Αυτή μοσχοβολάει μάραθο. Μην ακούς τη μάνα σου».

Έφυγε το ζευγάρι και ο άνδρας ζητούσε συγχώρεση από την γυναίκα του. Εκείνη, ευτυχισμένη που βρήκε το δίκιο της, τραγουδούσε

 

Μαραθάκι, μαραθάκι

Που’ κανες τον άνδρα αρνάκι

Και την πεθερά φαρμάκι…..

 

Έτσι για να ευθυμήσουμε λίγο…….

                                                                             Ντίνα Σ. Μήτσου

Follow us: