Για τον Αντώνη Καρυώτη
Ήλθε να δει τον Πειραιά, φίλους να συναντήσει
μα όμως πού να φανταστεί, πως την στερνή του την πνοή
στον Πειραιά θ’ αφήσει.
Και στο λιμάνι επέμενε κάποιος να τον αφήσει
και δίχως στέγη και τροφή, μονάχος του και δυστυχής
εκεί να ξενυχτίσει.
Σε σπρώξανε στη θάλασσα, Αντώνη Καρυώτη
νέο παιδί με όνειρα, αθώο χαμογελαστό
στης ζήσης σου τη νιότη.
Και χάζευαν το δράμα σου, δίχως να σε βοηθήσουν
γιατί δεν ήταν άνθρωποι, και πίστευαν για σένανε
πως άνθρωπος δεν ήσουν.
Ανθρώπου είχαν τη μορφή, και μπόλικα γαλόνια
πατάτα είχαν για καρδιά, διόλου δεν κατέχανε
το τι θα πει συμπόνοια.
“Βλαμμένο” Αντώνη σε είπανε, την ώρα που πνιγόσουν
και τόσα ανθρωπόμορφα, σ’ άφησαν αβοήθητο
δεν σπεύσαν να σε σώσουν.
Μαλ..κα προβληματικό σε είπανε επίσης,
όταν στη δίνη του νερού βολόδερνες στα κύματα,
και πάλευες να ζήσεις.
Άσπρες στολές, μαύρες ψυχές, χωρίς καρδιά στο σώμα
σου γύρισαν την πλάτη τους, σαν έπλεε μες στα νερά
το άψυχό σου σώμα.
Κι ο καπετάνιος έσπευσε να φύγει απ’ το λιμάνι
τον όρκο δεν ετίμησε και μια ψυχούλα άφησε
σαν σκύλος να πεθάνει.
Πικρό έχω παράπονο, θάλασσα κι από σένα
πριν να τρυγήσει τη ζωή, έπνιξες έναν νεαρό
με κύματα αφρισμένα.
Λες κι ήτανε μια κουρελού, το ‘δερνες στα νερά σου
τον πήρες απ’ τ’ αδέρφια του, στην αλμυρή σου αγκαλιά
τον ήθελες κοντά σου.
Σεβόμαστε τους ναυτικούς και όλους τους τιμούμε
μα κείνους τους επίορκους, που φέρθηκαν απάνθρωπα
αυτούς τους εξαιρούμε.