– Τηλεφωνώ για να μάθω αν πρέπει να στείλω τις 430 λέξεις μου, όπως κάθε
Δευτέρα πρωί. Πρωτομαγιά, σκέφτηκα, μήπως έχουμε αργία, μήπως απεργία;
Όχι, τίποτα τέτοιο. Η εφημερίδα θα βγει κανονικά, άρα κι εγώ πρέπει να
γράψω κανονικά. Πριν απ’ όλα, πάντως…
– Εύχομαι να έχουμε έναν καλό μήνα Μάϊο. Να βοηθήσουμε κι εμείς, βέβαια.
Να φροντίζουμε την υγεία μας προσέχοντας τι τρώμε και τι πίνουμε, αυτό
κάθε μέρα. Και στις 21 του μηνός, να ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα
προσέχοντας τι και ποιους θα ψηφίσουμε. Δεν είναι εύκολο. Μας έχουν ήδη
ζαλίσει, ο καθένας με τα δικά του, με τις υποσχέσεις τους, τα διαφημιστικά
τους φιλμάκια, τα μεταξύ τους λεκτικά γρονθοκοπήματα. Θα κάνουν και
τηλεοπτική εμφάνιση ομαδική – όλος ο θίασος επί σκηνής, οι πρωταγωνιστές
δηλαδή – να έχει ο πολίτης να συγκρίνει, λέει. Και τώρα που το ανέφερα…να
πω κάτι;
– Διαφωνώ με τον τρόπο διεξαγωγής αυτών των «ντιμπέιτ», όπως τα λέμε
ελληνικά. Πρέπει να γίνονται με κανόνες, με χρονόμετρο, με
προκαθορισμένες ερωτήσεις, με συντονιστή δημοσιογράφο κοινής αποδοχής.
Πολιτισμένα, λέει, για να μην παρεκτραπούν οι πολιτικοί, να μην
εκνευριστούν, να μην αλληλοπλακωθούν στις βρισιές και άλλα παρόμοια.
Εμένα, λοιπόν, θα μου άρεσε το αντίθετο. Επειδή ο πολιτισμένος άνθρωπος
στον θυμό του φαίνεται. Να διαφωνήσουν, να ξεμπροστιάσουν ο ένας τον
άλλον, να υπερασπίσουν τις θέσεις τους, να μιλήσουν εκτός
προετοιμασμένων κειμένων, να κοιταχτούν κατάματα… τότε θα καταλάβει ο
πολίτης και θα συγκρίνει πρόσωπα και συμπεριφορές. Το έχετε σκεφτεί απ’
αυτή την πλευρά; Αλλά, δεν, δεν τολμούν. Το κρυόπλαστο τους προστατεύει.
Θα δείξουν όλοι ένα ωραίο πρόσωπο. Πολιτισμένο, ναι. Αληθινό, όχι.
– Ξεφεύγω απ’ τη θολούρα των πολιτικών περνώντας στην ομορφιά των
ποιητών. Δύο σπουδαίοι ποιητές έφυγαν απ’ τη ζωή τέτοιες μέρες. Στις 29
Απριλίου 1933, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, «Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η
ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.» και στις 29 Απριλίου 1930, η
Μαρία Πολυδούρη «Πάρτε το φως, με τυραννεί…Μου αρνιέται την ψυχή
μου…». Με τόση αλήθεια, τόση τόλμη, δέσμιοι κι όμως ελεύθεροι στις
παθιασμένες ζωές τους, μας άφησαν στίχους να ξεπλένουν το νου μας.
Ανώφελο, ίσως. Παρήγορο, ναι.
– Θυμίζω την περίπτωση τραμπουκισμού σε βάρος μαθητή, στο γνωστό
ιδιωτικό εκπαιδευτήριο – στην αρχή δεν έλεγαν ποιο ήταν, τώρα ξέρουμε, στο
Αρσάκειο. Λοιπόν, το ξέρετε ότι οι ένοχοι μαθητές πάνε κανονικά στο
σχολείο, στην τάξη τους, και το σχολείο κάνει σαν να μην έγινε τίποτα; Τι σόι
διοίκηση είναι αυτή και σε ποιους έξωθεν υπακούει; Στη σχολική νομοθεσία,
πάντως, σίγουρα όχι!
– Συγχύζομαι που ξανάπεσα στη μαυρίλα. Πάω να διαβάσω κάποιο ποίημα.
Έχω τόσα αγαπημένα!
– Χαιρετώ όλους εσάς, τους φίλους μου.