Φωνές στην νύχτα, μακρινές φωνές, κύματα του ανέμου στον έρημο ουρανό, με λίγα δέντρα στην άμμο και στα έωλα φώτα ο θρίαμβος της ανθρώπινης ένδειας…
Κάποιος ένιψε τα χέρια του, κάποιος χτύπησε δυνατά το καρφί πάνω στη σάρκα κι ο στερνός του λόγος, στο χώμα αίμα! Αίμα ζωντανό στο έλος της αμαρτίας, στη συννεφιά της ζωής, στην ύλη που δε μπορεί να αντικρίσει τίποτα πέρα από τη σκόνη, από τα συντρίμμια και από την αχαλίνωτη φωτιά…
Με θολωμένα μάτια κοίταξες τον κόσμο για στερνή φορά. Λίγο πριν σε τυλίξουν οι σκιές κι η νύχτα. Την ώρα που σου ‘διναν χολή πρόφτασες να αντικρίσεις τους γκρεμισμένους μαντρότοιχους των σπιτιών, το μόχτο του βιοπαλαιστή, το παράπονο του φυλακισμένου. Τους τάφους των νεκροπόλεων, τους σταυρούς, τις πόρνες, τους ζητιάνους. Τους πρόσφυγες που τριγυρνούν άσκοπα στους αδειανούς δρόμους κάθε πολιτείας. Τα παιδιά με τα γαλάζια μάτια και με τα βρώμικα ρούχα ακουμπισμένα στα βρώμικα πεζοδρόμια να πουλάνε ασήμαντα πράγματα -την ψυχή τους! – στους περαστικούς, μέσα σε ένα έρεβος δασύ και αδιαπέραστο, σε μια νύχτα απειλητική και σκυθρωπή που μιμείται το θάνατο…
Το φεγγάρι ραγισμένο, έγειρε και αποκοιμήθηκε μέσα στο βαρύ γκρίζο σύννεφο κι εσύ ακόμα υπομονεύεις δίχως να βαρυγκωμείς, δίχως να κακιώνεις, δίχως να κακοκαρδίζεσαι.
Για τις μέρες που πέρασαν βιαστικά και που δεν τις έζησες. Για τον πόνο που κέρδισες τραβώντας το ανηφορικό και το πετρώδες μονοπάτι της ζωής σου.
Τώρα όμως ποιος θα σκύψει με συμπόνια να δέσει τις ορθάνοιχτες πληγές Σου που αιμορραγούν ακατάσχετα πάνω στο αξεδίψαστο χώμα!
Όταν ήσουν παιδί είχες έναν ήλιο κι ένα όνειρο. Ήθελες να απλώσεις τον ήλιο πάνω από τα χωράφια μας, ήθελες να κιτρινίσει και να ωριμάσει το σιτάρι μας, όμως πιο πολύ ήθελες να ανάψεις το ζείδωρο Φως της Ελπίδας στο δικό μας συννεφιασμένο ουρανό.
Σου το είπα: Οι άνθρωποι είναι αφιλοσόφητοι, οι άνθρωποι είναι σκληροί σαν το γρανίτη, οι άνθρωποι είναι σταθερά προσηλωμένοι στο στενό ατομικό συμφέρον τους.
Ένα πρωινό έριξες το δισάκι στον ώμο, σήκωσες το χέρι σου ψηλά κι ένα δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπό σου, θυμάσαι;
Κι άπλωσες το βήμα σου, να πας μακριά από τούτη την άγονη γη, να αποχαιρετίσεις για πάντα τούτον το γκρίζο ορίζοντα που όλο στενεύει, που πνίγει σα βρόγχος την ανάσα σου.
Να ιδείς άλλους ανθρώπους, να αγγίξεις άλλες πληγές. Κάτω από χιλιάδες ήλιους, να ακούσεις άλλες φωνές, η Γαλιλαία, η Μικρά Ασία, η Ελλάδα – ο κόσμος της οδύνης- σαπίζει κάτω από τη βία και από το άδικο. Τα μαστίγια αυλακώνουν τον αγέρα, χαρακώνουν με αλλόκοτο πείσμα και με δαιμονική εμμονή τα κορμιά των ξωμάχων ολάκερης της οικουμένης!
Όλα βουλιάζουν στο χώμα, όλα βυθίζονται στη λάσπη. Βιαιοπραγία, μίσος, άδικο, η ζωή μας μια απέραντη σιωπή…
Τώρα πια τίποτα δε σε δένει με το χώμα. Μονάχα ο ανθρώπινος πόνος σε χτυποκαρδίζει, που γογγύζει μέρα-νύχτα, που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο, που πεθαίνει μαζί του για να ξαναγεννηθεί σε άλλο χρόνο πιο βαθύς, πιο ανέκκλητος, πιο αδυσώπητος… Ο πόνος είναι πανάρχαια πληγή κι ορθώνεται μέσα από τους αιματόβρεχτους αιώνες!
Εκεί πέρα, στα χωριά της στέρησης, της απώλειας και της οδύνης, ένα τρένο σφυρίζει από μακριά σκορπώντας τον πένθιμο αντίλαλο της νύχτας. Εκτεταμένα ταξίδια επί της γης, πλατφόρμες, σταθμοί, δάκρυα, πικροί αποχωρισμοί, ανεξάντλητες και αγιάτρευτες πληγές!
Όχι, δεν ήσουν εσύ που έφυγες τόσο βιαστικά για να ταξιδέψεις στα αθέριστα λιβάδια του ουρανού.
Σαν το φωτεινό αστέρι του Βοριά αναγεννιέσαι από την ύλη ξανά και ξανά για να καταδικάσεις αμείλικτα τον όλεθρο, το άδικα σπαταλημένο αίμα και τα βουβά θανάσιμα δάκρυα.
Στο αλφαβητάρι των άστρων Σου όμως, ο κόσμος μαθαίνει εξ’ αρχής συλλαβίζοντας στον παραφωτισμό του νύχτιου ουρανού τα αβρά, τα άκακα και τα εύλογα όνειρά του. Επιθυμίες και οράματα καθολικά. Ευγενικές προσμονές που επιζητούν εναγώνια να εξασφαλιστεί στη γη μια άλλη σοφότερη και ηθικότερη αντίληψη για την ανεπανάληπτη ζωή και για τον παροδικό άνθρωπο…
Να ανατείλει επιτέλους ο δικός Σου ευοίωνος ήλιος σύντροφε στην πονεμένη χώρα της καρδιάς μας κι ο οίστρος του να ξορκίσει και να εξοβελίσει τη μέσα συννεφιά!
Να λάμψει σαν αναμμένο κοράλλι στο λυτρωτικό του Φως του κόσμου η Αγάπη. Να σαλπίσει ο αληθινός έρωτας. Να θεριέψει ο οίστρος της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Να ανοιχτεί στο βλέμμα των θνητών υπάρξεων η μόνη συνετή οδός. Αυτή που οδηγεί με βεβαιότητα στον εξαγνισμό, στον καθαρμό, στην ηθική εξυγίανση και στην αποκατάσταση εντέλει του πανανθρώπινου οράματος που κάποτε υπήρξε και αποτέλεσε γήινη πραγματικότητα!
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ.