Όταν επισκέπτομαι το χωριό μας, τις πιο πολλές φορές δεν βρίσκομαι στο παρόν, διότι ζω στο παρελθόν και ζωντανεύουν οι μνήμες .Νιώθω ότι οι αναμνήσεις βρίσκονται παντού, σε κάθε γωνιά κρυμμένες και μου γνέφουν να τις βγάλω από την κρυψώνα τους και να τις παραδώσω στους χωριανούς μου και προ πάντων στους νέους.
Καλοσωρίζω λοιπόν τον συνοδοιπόρο μου, τον αείμνηστο Βαγγέλη Ντάνο και θα αναφερθώ λίγο στη ζωή του. Αν καμιά φορά ονειροπολούσα, εμφανιζόταν μπροστά μου και με γυρνούσε στο παρόν με τα κουτσομπολιά του, τις μικροπονηριές του και τα ανακατώματά του στο χωριό.
Αδύνατος με τα μαλλιά αραιά ίσια και με χωρίστρα. Ντρίλινο παντελόνι με πουκάμισο αταίριαστο και κοντό σακάκι. Μίλαγε μόνος του και τραγουδούσε σιγά «φύσα αγέρα να περπατούμε μαρή κοντή κοπέλα πάρε τη ρόκα κι έλα». Προφανώς δική του σύνθεση
Πριν έρθει το νερό στα σπίτια, το έπαιρναν από την κεντρική βρύση. Εκεί λοιπόν πηγαίνανε οι γυναίκες και πλένανε τα χόρτα. Ο Βαγγέλης παρών ανάμεσα στις γυναίκες. Όταν έβρισκε ευκαιρία, άλλαζε τα καλάθια με τα χόρτα, συνεπώς η μία έπαιρνε τα χόρτα της άλλης με αποτέλεσμα να ανάψει καυγάς. Επίσης, ρωτούσε τις γυναίκες τι μαγείρεψαν. Μια μέρα ρώτησε την Γιαννούλα του Γαλή: Αρή Γαλήνα, τι φαί έεις; Τίπουτας του απάντησε δήθεν νευριασμένη. Αϊ αρή τγάνησι αυγά να φάτι και φκιάσει και μένα μι τυρί. Όποια πόρτα έβλεπε ανοιχτή, έμπαινε και άρχιζε το κουτσομπολιό.
Ποια προξενιά φέρνανε σε κάθε κοπέλα; Γιατί χάλαγε το προξενιό και τι προίκα ζήταγε ο γαμπρός; Όλα τα ήξερε και σε όλα ανακατευότανε. Αν ήθελε κάτι, ήξερε πώς να το ζητήσει.
Μια μέρα πήγε στην Αγιά Σωτήρα ν’ ανάψει τα καντήλια διότι ήτανε και καντηλανάφτης. Εκεί δίπλα, είχε ο Σίμος Ασημάκης ένα χωράφι που το είχε σπείρει ρεβίθια. Έβγαλε δυο τρεις ρίζες, τα στούμπισε έξω από την εκκλησία και γέμισε την τσέπη του. Όταν έφτασε στο χωριό, πήγε στη Βασίλω Σ. Γκάγκαρη (στη μάνα του Νικήτα). Της είπε: Βασίλου σόφερα ριβίθια. Βάνε κι συ του καφέ και να τον καβουρντίσεις, να πιούμι μια στάλα!.
Τα ίδια έκανε και στην Ασήμω Λ. Γκάγκαρη: Ασήμου έεις καμιά δλιά να σ’ κάνους Δεν έχω, τι θες; Άμα φκιάσεις φαϊ δωμ κι μένα λίγου.
Μια φορά λαχτάρισε και τον πατέρα μου, όταν η αδελφή μου θα ήταν περίπου πέντε χρονών. ‘Παππαλάμπρο η μαυρούκου πάει τριχάλα κατ στ’ αλώνια’. Έπαιρνε να νυχτώσει κι ο πατέρας μου τρόμαξε κι έτρεξε να τη βρει. Μόλις έφτασε στο γεφύρι, του φώναξε πως η Μαυρούκου ήταν στο σπίτι. Ο πατέρας μου θύμωσε και του απαγόρευσε να ξαναπάει στο περιβόλι μας να προμηθευτεί λαχανικά και κοντούλες από την αχλαδιά μας. Άσχετα αν δεν κράτησε τον λόγο του. Την αδερφή μου την λένε Μαρίτσα, μαυρούκου την είχε βγάλει εκείνος επειδή ήτανε μαυριδερή.
Επίσης, η Όλγα του Πλούμη του έδωσε μια μέρα φαγητό να το πάει στη μάνα της, τη γριά Γαλήνα. ‘Να πάρι του φαϊ είναι μελιτζάνες. Δε σόβαν κριγιάς’. Περιττό να πω, ότι μάνα και κόρη γίνανε άνω κάτω! Αυτά είναι λίγα μπροστά σ’ αυτά που έλεγε και έκανε.
Δυστυχώς όμως έπασχε από ρευματοειδή αρθρίτιδα και όταν τον έπιαναν οι πόνοι, ούρλιαζε έξω στην αυλή του κι έβαζε τα μικρά παιδιά, να τον πατάνε στη μέση. Αυτά, ως πνευματικό μνημόσυνο στη μνήμη του και στη φυσιογνωμία του, που δεν την ξεχνάς εύκολα και που νομίζεις πως κάποια στιγμή θα ξεφυτρώσει στη γειτονιά του και θα τον ακούσεις: Αρή Γαλήνα, τι φαί έεις;
Φιλιά σε όλους.
Γράφει η Ντίνα Σ. Μήτσου
Follow us: