Εμίσεψα
Εμίσεψα και δάκρυα
μου γιόμισαν τα μάτια.
Άγνωροι όλοι γύρω μου
σ’ άγνωστα μονοπάτια.
Εμίσεψα και δε γρικώ
την ορμηνιά της μάνας
τις ομορφιές του τόπου μου
τον χτύπο της καμπάνας.
Εμίσεψα δεν βλέπω πια
το γέλιο της Ελένης
της όμορφης γειτόνισσας
της πολυαγαπημένης.
Εμίσεψα και δε θωρώ
τον ήλιο να μου γνέφει
μαύρα και γκρίζα στέκονται
επάνω μου τα νέφη.
Εμίσεψα, δε χαίρομαι
γλέντια και πανηγύρια
χαρές, σχεδόν ανύπαρκτες
τα βάσανά μου μύρια.
Εμίσεψα, μου λείπουνε
οι φίλοι και οι γνωστοί μου
ήταν για μένα ο τόπος μου
χτύπος καρδιάς, πνοή μου.
Εμίσεψα και μίσησα
κι αυτόν τον εαυτό μου
που τόλμησα ν’ απαρνηθώ
τον τόπο τον δικό μου.
Εμίσεψα για προκοπή
σε έναν τόπο ξένο
την παροιμία αγνόησα
παπούτσι από τον τόπο σου
κι ας είναι μπαλωμένο.
Ποιήμα του Θ. Αποστόλου