“Τάκου τάκου ο αργαλειός μου … τάκου κι έρχεται ο καλός μου…” της τραγουδούσε η γιαγιά της χτυπώντας το χτένι ρυθμικά και δυνατά στον αργαλειό για να σφίξει το νήμα ανάμεσα στο στημόνι.
“Κι εγώ όταν μεγαλώσω υφάντρα θέλω να γίνω…” άκουγε μέσα της την τρυφερή, λεπτή φωνούλα της να λέει στην αγαπημένη της γιαγιά, γυρεύοντας με λαχτάρα να της μάθει την όμορφη τέχνη της.
Σήμερα ετοιμάζει τα προικιά της κόρης της και φορτισμένη απ’ τη συγκίνηση αφήνει ελεύθερο το νους της να ταξιδέψει προς τα πίσω, σ’ εκείνα τα όμορφα χρόνια που οι γυναίκες τακτοποιούσανε με περίσσια φροντίδα στους γιούκους των φτωχικών σπιτιών τους τα υφαντά τους. Η κάθε υφάντρα εφήρμοζε την τέχνη που είχε διδαχθεί από τη γιαγιά ή τη μάνα της, σκυμμένη για μέρες απάνω στον αργαλειό της.
Σήμερα χαϊδεύει στοργικά τις φλοκάτες, τις βελέντζες, τα σαγίσματα, και τις κουβέρτες που βγάζει ένα ένα από τον γιούκο της και μοσχοβολάει λεβάντα το σπιτικό της απ’ το άρωμα που αναδύνουν. Χαϊδεύει με τρυφεράδα τις κουρελούδες, τα γιουρντιά και τα ταγάρια κι αναθυμάται τον κόπο και τον χρόνο που αφιέρωνε για το καθένα τους, σιγοψιθυρίζοντας εκείνο το παλιό τραγούδι της γιαγιάς της. “Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι…να ’ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει. Τάκου τάκου ο αργαλειός μου… τάκου κι έρχεται ο καλός μου…”
Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, θυμάται νοσταλγικά και την παραμικρή λεπτομέρεια. Πώς έπαιρναν το νήμα από το μαλλί των προβάτων μετά από την κουρά τους και το έβραζαν μέσα σε μεγάλα καζάνια για να καθαρίσει… Κι ύστερα το έλιαζαν στον ήλιο για να στεγνώσει και το έξαιναν με τα λανάρια για να το κάνουν τουλούπες. Και μετά είχε σειρά το γνέσιμο που γινότανε με τη ρόκα. Τυλίγανε το κλωσμένο νήμα απάνω στο αδράχτι κι όταν αυτό γέμιζε, το αδειάζανε τυλίγοντας το νήμα στο τυλιγάδι για να το μεταφέρουνε πιο εύκολα στην ανέμη. Η νοικοκυροσύνη και η τέχνη της υφάντρας, λέγανε τότε πως, φαινότανε από το πόσο λεπτή έκανε την κλωστή του νήματος. Κι αυτή είχε αποκτήσει δίκαια τον τίτλο της πιο καλής υφάντρας στην πόλη τους, χάρη στο μεράκι και στην αγάπη που έτρεφε για την τέχνη της και τον αργαλειό της.
Τώρα που ετοιμάζει τα προικιά της μοναχοκόρης της, νιώθει περήφανη που τούτα τα θαύματα των χεριών της θα στολίσουνε το σπιτικό των παιδιών της. Κι έχει ακόμα σκοπό, να δωρίσει στη θυγατέρα της τον αργαλειό της. Αυτό το αριστούργημα που της χάρισε κι εκείνης η δική της μάνα και στέκεται ακόμα σε περίοπτη θέση στο φτωχικό της. Κι είναι σίγουρη πως η μονακόρη της θα χαρεί και θα νιώσει το ίδιο περήφανη, που κάποτε η μάνα της κι η γιαγιά της ήτανε οι καλύτερες υφάντρες της Λιβαδειάς.
Γράφει η Νίκη Μπλούτη
Follow us: