Το παράπονο ενός παιδιού

Ήταν οι πρώτοι μήνες που είχα τελειώσει το δημοτικό σχολείο, δώδεκα χρονών, στο χωριό μου το Ζερίκι. Είχα αρχίσει να εργάζομαι στη Λιβαδειά να μάθω κάποια τέχνη σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που είχα ζήσει στο χωριό. Και το βράδυ πήγαινα στην εμπορική σχολή. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον.
 
Το αφεντικό με έστελνε συχνά με ένα σημείωμα να ψωνίσω διάφορα αγαθά, που πολλά από αυτά δεν τα είχαμε στο χωριό μου και τα εβλεπα πρώτη φορά. Η μανάβισα η κυρία Κατίνα η συγχωρεμένη, δίνοντάς μου τα ψώνια, έβαζε σε μία χάρτινη σακούλα κάποια φρούτα διαλογής που δεν πουλιόνταν και μου τα έδινε, ξέροντας ότι τα έχω στερηθεί. Αυτά που είχαν σπανίως ως φάρμακο στο χωριό μου, τώρα εγώ μπορούσα να τα γευθώ σε αφθονία.
Κάθε μήνα που έπαιρνα το μισθό μου, 150 δραχμές, κρατούσα ελάχιστα για μένα, και τα υπόλοιπα τα έδινα στους γονείς μου για τις ανάγκες του σπιτιού. Με αυτά τα λίγα πήγαινα μία φορά το μήνα σινεάκ, Κυριακή πρωί.
Επίσης κάθε μήνα μια φορά, δεν παρέλειπα μία πολυτέλεια για μένα. Πήγαινα στο γαλακτοπωλείο του Καντά στην πλατεία, στρογγυλοκαθόμουν σε ένα τραπέζι και παρήγγελνα ένα ποτήρι ζεστό γάλα και βούτυρο με μέλι, με φετούλες λευκό ψωμί, που το λέγαμε “φαρίνα”, που άρεσε ιδιαίτερα στα παιδιά, γιατί δεν το είχαμε στο χωριό.
Άδειαζαε το ποτήρι με το γάλα, τα πιάτα με το αρωματικό βούτυρο και το υπέροχο μέλι. Μάζευα και τα ψύχουλα από το ψωμί. Τα απολάμβανα πολύ όλα, έτσι που μου τα σερβίριζαν με τη λευκή ποδιά. Ένοιωθα κάποιος. Περίμενα το τέλος κάθε μήνα για να ξανανιώσω αυτήν την απόλαυση.
Μια μέρα που μου περίσσευαν λίγες δραχμές, από το ίδιο μαγαζί πήρα μισή σακκούλα κουφέτα και έφαγα τόσα, που έκτοτε δεν τα ξαναζήτησε ο οργανισμός μου.
Στη μνήμη μου έμεινε κι ένα γεγονός που μου προέκυψε μια μέρα. Προχωρούσα στο πεζοδρόμιο και πέντε μέτρα πριν την είσοδο της Εθνικής Τράπεζας (ήταν εκεί που είναι σήμερα το επιμελλητήριο), μπροστά μου προχωρούσε ένας καλοντυμένος ψηλός ηλικιωμένος κύριος. Πριν μπει στην τράπεζα, βγάζοντας το χέρι από την τσέπη του, όπως κρατούσε ένα μάτσο χρήματα, του έπεσε κάτω ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας. Εκείνος δεν το κατάλαβε και μπήκε μέσα στην τράπεζα. Αυθόρμητα και χωρίς δεύτερη σκέψη, έσκυψα, το πήρα, τον ακολούθησα μέσα στην τράπεζα και του το έδωσα.
Εκείνος το πήρε απορημένος, μουρμούρισε κάτι. Κοίταξε γύρω μήπως του έπεσε κάτι ακόμα. Εγώ έφυγα χωρίς να καταλάβω ότι έκανα κάτι ιδιαίτερο. Δεν κατάλαβα επίσης ότι εκείνος ο κύριος παρέλειψε κάτι απέναντί μου. Ήταν η εποχή που από το χωριό μου δεν ήξερα πολλά από καλούς τρόπους. Πολύ αργότερα μετά από χρόνια, όταν μου έρχεται στο νου αυτό το περιστατικό, σκέφτομαι ότι αυτός ο κύριος θα έπρεπε κάτι να μου πει, ένα ευχαριστώ, ένα μπράβο, να μου χαϊδέψει τα μαλλιά, να με ενθαρρύνει. Τώρα σκέφτομαι ότι αυτή η παράλλειψη θα μπορούσε να μου κάνει ζημιά. Να γινόμουν κλέφτης, μια και οι άνθρωποι δεν επιβραβεύουν το σωστό.
Αυτός ο άνθρωπος είχε πολλά λεφτά στην τσέπη και πολλά σκουπίδια στο κεφάλι. Δε φρόντισε να ενθαρρύνει ένα φτωχό μικρό παιδί. Να του καταδείξει τη σημασία και την αξία της πράξης του. Ευτυχώς το μικρό φτωχό ζερικιωτόπουλο δεν επηρεάστηκε αρνητικά. Και έχοντας το γονίδιο του τίμιου ανθρώπου μιας τίμιας οικογένειας βρήκε μόνος του το δρόμο, και σ’ αυτόν θα πορεύεται για πάντα
Follow us: