Κάλπικη ζωή…
Εσύ μου μιλούσες κι εγώ σώπαινα κι ας ήξερα πως τούτες οι ύστατες στιγμές θα μας χώριζαν για πάντα… Το τραπέζι μας ήταν τοποθετημένο στην άκρη του δρόμου κι είχα τη δυνατότητα να κατοπτεύω την κίνηση της λεωφόρου, τα ψηλά και σιωπηλά κτήρια, τα ασθενικά δένδρα με τα αραιά φυλλώματα, την σκόνη και τον καπνό των αυτοκινήτων, τις σκυφτές σκιές των ανθρώπων που χάνονταν βιαστικά μέσα στη θολή αχλή, στη μελαγχολική αμφιλύκη του φθινοπωρινού απόβραδου. Κι έβλεπα κι εκείνο τον αόμματο ζητιάνο με τα λεκιασμένα ρούχα, με το σκονισμένο κασκέτο και με τα φθαρμένα του υποδήματα ακουμπισμένο στην αντικρινή γωνιά, να ικετεύει τη συμπόνια και τον οίκτο των συνανθρώπων του…
“Τούτη η χώρα, μου ‘λεγες, είναι το θύμα μιας φθονερής και χαιρέκακης μοίρας… Τα τρένα αναχωρούν από τους σταθμούς, τα πλοία σηκώνουν τις άγκυρες στα λιμάνια, οι άνθρωποι εκπατρίζονται κι ο χρόνος μισεύει κι αυτός κι εξαντλείται στ’ ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας, στο χάσμα, στην ασάφεια και στην παρανόηση… Τα πουλιά αποδημούν, τα ποτάμια στερεύουν, τα κλαριά εκτεθειμένα στην κακοκαιρία ρίχνουν τα φύλλα τους στη γη, τίποτα πια δεν περισσεύει σε τούτο τον ανερμάτιστο κι αλλοπρόσαλλο τόπο… Ένας απόκοσμος και βίαιος αγέρας στοιχειώνει τις λαχτάρες, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις προσδοκίες και τις βεβαιότητες των απλών ανθρώπων… Το ανεμικό φως του ήλιου μαραίνεται, ξεθωριάζει και καταλαγιάζει μέσα στην πυκνή ομίχλη και στη γκρίζα συννεφιά… Πείνα, δίψα, κακουχίες, παίδεμα δίχως αναπαμό κι ο πόνος πάντα βαθύς κι ανέκκλητος, δίχως μια ρονιά δάκρυ στις κόγχες των ματιών του κι ο πλούτος κι η αφθονία της ψυχής, μέσα σε τούτες τις θανατηφόρες συντεταγμένες, έχει αναλωθεί κι εξαντληθεί προ πολλού… Οι νύχτες γογγύζουν ασυνάρτητα, φθίση, εκφυλισμός, και ακραία κατάπτωση μας περιστοιχίζουν κι ένα σκαιό χέρι σηκώνει ξανά το δίκοπο μαχαίρι για να κόψει βάναυσα και προκλητικά, μικρά –μικρά κομμάτια τ’ όνειρο,… γιατί να μείνω;”
Αναμετρήθηκα με το θλιμμένο βλέμμα σου κι αντίκρισα τις ψηλές φωτιές, τις πληγές και τα αίματα, όμως μια συναισθηματική ουδετερότητα με είχε καθηλώσει, γιατί εγώ ήμουν αποφασισμένος να μείνω εδώ, να δώσω την ύστατη μάχη, να διασφαλίσω έναν αξιοπρεπή θάνατο για μένα, ένα συνετό τέλος για την ασήμαντη κι ανάξια παρουσία μου… Και δεν ένιωσα την ανάγκη ν’ αλλάξω στάση τούτη την οριακή στιγμή, να αποκρούσω με έλλογα επιχειρήματα τους συλλογισμούς σου, να κρίνω τον τρόπο της σκέψη σου, να καταδικάσω τις επιλογές σου, να ματαιώσω την οριστική κι αμετάκλητη απόφασή σου… Μου έσφιξες το χέρι δυνατά, μ’ αγκάλιασες τρυφερά σαν τη μάνα του Χριστού, τα χείλη σου άγγιξαν απαλά τους δυο γκρίζους κροτάφους μου… Κι αν μπορούσες να με κοιτάξεις στα μάτια, την ώρα που μου ‘λεγες το στερνό αντίο κι έπαιρνες το δρόμο του μισεμού, θα ‘βλεπες τα θραύσματα και τα συντρίμμια της δικής μου ζωής, την αγαλήνευτη θλίψη της ψυχής μου, την ασύχαστη οδύνη για τις στυγερές ώρες που μας φραγγελώνουν αλύπητα, για τις φρικαλέες στιγμές της σημερινής μέρας που έγιναν κιόλας χτες στα θολά δάκρυα της καρδιάς μου…
Κι όταν ενσωματώθηκες μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας που ‘πεφτε τούφες – τούφες από τον ουρανό, τότε σηκώθηκα κι εγώ, προσπέρασα το απλωμένο χέρι του τυφλού ζητιάνου αφήνοντας ένα πενιχρό φιλοδώρημα και του ευχήθηκα καλή βραδιά… Μ’ ένα εξανεμισμένο χαμόγελο μου ανταπέδωσε την ευχή και με ανανεωμένο πλέον το ψυχικό του σθένος συνέχισε να επαιτεί στην αφέγγαρη και κακοφωτισμένη νύχτα, εκλιπαρώντας τους λιγοστούς διαβάτες στ’ όνομα του θεού, για μια τρύπια δεκάρα, για μια κάλπικη ελπίδα, για μια ζωή θλιβερή κι επουσιώδη, ναυαγισμένη από την αρχή στο σκοτεινό, μελαγχολικό κι ανελέητο πέλαγο της ανυπαρξίας του!!!
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ.
Follow us: