Οι βάρκες στο λιμάνι
Στο λιμανάκι στέκομαι χαζεύω τις βαρκούλες
σαν μπάλο να χορεύουνε πάνω στο κύμα ούλες.
Μια στα ψηλά μια χαμηλά, οι πρύμνες και οι πλώρες
κουνιούνται ατελείωτα οι βάρκες με τις ώρες.
Σαν των αλόγων κεφαλές έξω απ’ το παχνί τους
ναζάκια κάνουν παίζοντας γλυκά αναμεταξύ τους.
Πολύχρωμες ατίθασες τραβάνε τα σχοινιά τους
λικνίζονται και σε καλούν να πας εκεί κοντά τους.
Και να πηδώ και βρίσκομαι στη ράχη μιας επάνω
λύνω σχοινιά κι αφήνομαι ταξίδι για να κάνω.
Χοροπηδά στα κύματα και όλο ξεμακραίνει
και μένα απ’ το φόβο μου η ανάσα μου κομμένη.
Αγρίεψε η θάλασσα και τότε μάνι μάνι
με τη βαρκούλα γύρισα ξανά μες στο λιμάνι.
Θ’ αράξω εδώ παντοτινά, στα ίδια και τα ίδια
χωρίς κατάλληλο σκαρί δε γίνονται ταξίδια.